- σταχυόζη
- η, Ν(βιοχ.) οργανική ένωση, τετρασακχαρίτης, που βρίσκεται στους ιστούς διαφόρων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stachyose (< στάχυς + κατάλ. -ose τής χημικής ορολογίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… … Dictionary of Greek